-
1 оспа
оспа ж η ευλογιά; ветряная \оспа η ανεμοβλογιά* привить \оспау κάνω δαμαλισμό* * *жη ευλογιάветряна́я о́спа — η ανεμοβλογιά
приви́ть о́спу — κάνω δαμαλισμό
См. также в других словарях:
βατσινάρω — εμβολιάζω, κάνω δαμαλισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vaccinare «κάνω δαμαλισμό»] … Dictionary of Greek
αναδαμαλίζω — δαμαλίζω εκ νέου, κάνω αναδαμαλισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < ανα * + νεώτ. δαμαλίζω «εκτελώ δαμαλισμό», που μαρτυρείται από το 1883 ατούς Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek