Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κάνω δαμαλισμό

См. также в других словарях:

  • βατσινάρω — εμβολιάζω, κάνω δαμαλισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vaccinare «κάνω δαμαλισμό»] …   Dictionary of Greek

  • αναδαμαλίζω — δαμαλίζω εκ νέου, κάνω αναδαμαλισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < ανα * + νεώτ. δαμαλίζω «εκτελώ δαμαλισμό», που μαρτυρείται από το 1883 ατούς Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»